- Ἰουδαιοῖ
- Ἰουδαίζωfut opt act 3rd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιουδαίοι — Άλλη ονομασία των Εβραίων. Ονομάζονται και Ισραηλίτες. Βλ. λ. Εβραίοι … Dictionary of Greek
Ιουδαίοι — οι Εβραίοι, Ισραηλίτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰουδαῖοι — Ἰουδαῖος a Jew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμοραίοι — Ιουδαίοι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, γνωστοί με το όνομα Αμοραείμ. Οι Α. σχολίασαν διάφορα κείμενά της και έγραψαν δύο αξιόλογα έργα με τον τίτλο Γεμάρα (Συμπλήρωμα). Τα συμπληρώματα αυτά προστέθηκαν στην παλαιότερη έκδοση της Βίβλου… … Dictionary of Greek
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
Codex Nanianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 030 Mark 5:18 (Tregelles facsimile edition) … Wikipedia
Ιουδαιοχριστιανοί — Ονομασία που δόθηκε στους χριστιανούς, ιουδαϊκής καταγωγής, ιδιαίτερα των κοινοτήτων της Ιερουσαλήμ και της Παλαιστίνης, που άκμασαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της χριστιανικής περιόδου, ύστερα όμως απομονώθηκαν και κατά τον 2o αι. διασκορπίστηκαν … Dictionary of Greek
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek
μαγουδαίος — μαγουδαίος, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ μαγουδαῑοι Ιουδαίοι μάγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. Μάγοι και Ιουδαίοι] … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek